detalado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detalado | detaladoj |
αιτιατική | detaladon | detaladojn |
detalado (eo)
- έκθεση, παρουσίαση ενός θέματος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detalado | detaladoj |
αιτιατική | detaladon | detaladojn |
detalado (eo)