desirable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | desirable |
συγκριτικός | more desirable |
υπερθετικός | most desirable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdesirable (en)
- (επίσημο) επιθυμητός, ποθητός, αυτό που θα ήθελα να έχω ή να κάνω· που αξίζει να έχω ή να κάνω
- ⮡ a distinction between desirable and attainable goals - διάκριση επιθυμητών και εφικτών στόχων