deploy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | deploy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deploys |
αόριστος | deployed |
παθητική μετοχή | deployed |
ενεργητική μετοχή | deploying |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdeploy (en)
- (στρατιωτικός όρος) παρατάσσω, αναπτύσσω, μετακινώ στρατιώτες ή όπλα σε μια θέση όπου είναι έτοιμοι να δράσουν
- ↪ Our reinforcements were deployed along the river.
- Οι ενισχύσεις μας αναπτύχθηκαν πλάι στο ποτάμι.
- ↪ Our reinforcements were deployed along the river.
- (πληροφορική) ενεργώ ώστε λογισμικό να είναι διαθέσιμο στον κοινό χρήστη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- deploy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 55-56. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπτύσσω