ενεστώτας deploy
γ΄ ενικό ενεστώτα deploys
αόριστος deployed
παθητική μετοχή deployed
ενεργητική μετοχή deploying

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈplɔɪ/

deploy (en)

  1. (στρατιωτικός όρος) παρατάσσω, αναπτύσσω, μετακινώ στρατιώτες ή όπλα σε μια θέση όπου είναι έτοιμοι να δράσουν
    Our reinforcements were deployed along the river.
    Οι ενισχύσεις μας αναπτύχθηκαν πλάι στο ποτάμι.
  2. (πληροφορική) ενεργώ ώστε λογισμικό να είναι διαθέσιμο στον κοινό χρήστη

Συγγενικά

επεξεργασία