dentistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dentistino | dentistinoj |
αιτιατική | dentistinon | dentistinojn |
dentistino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dentistino | dentistinoj |
αιτιατική | dentistinon | dentistinojn |
dentistino (eo)