denta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | denta | dentaj |
αιτιατική | dentan | dentajn |
denta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | denta | dentaj |
αιτιατική | dentan | dentajn |
denta (eo)