deliraĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deliraĵo | deliraĵoj |
αιτιατική | deliraĵon | deliraĵojn |
deliraĵo (eo)
- η τρέλα, το παραλήρημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deliraĵo | deliraĵoj |
αιτιατική | deliraĵon | deliraĵojn |
deliraĵo (eo)