dekstra
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dekstra | dekstraj |
αιτιατική | dekstran | dekstrajn |
dekstra (eo)
- la dekstra mano - το δεξί χέρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dekstra | dekstraj |
αιτιατική | dekstran | dekstrajn |
dekstra (eo)