dekono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dekono | dekonoj |
αιτιατική | dekonon | dekonojn |
dekono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dekono | dekonoj |
αιτιατική | dekonon | dekonojn |
dekono (eo)