deklinacio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- deklinacio < deklinaci- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deklinacio | deklinacioj |
αιτιατική | deklinacion | deklinaciojn |
deklinacio (eo)
- η κλίση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deklinacio | deklinacioj |
αιτιατική | deklinacion | deklinaciojn |
deklinacio (eo)