dececo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dececo | dececoj |
αιτιατική | dececon | dececojn |
dececo (eo)
- η αξιοπρέπεια, η ευπρέπεια, η σεμνότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dececo | dececoj |
αιτιατική | dececon | dececojn |
dececo (eo)