debuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | debuto | debutoj |
αιτιατική | debuton | debutojn |
debuto (eo)
- η αρχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | debuto | debutoj |
αιτιατική | debuton | debutojn |
debuto (eo)