παραθετικά
θετικός dearly
συγκριτικός more dearly
υπερθετικός most dearly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dearly < dear + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

dearly (en)

  • ακριβά, με τρόπο που προκαλεί πολύ πόνο, δυσκολία ή ζημιά ή που κοστίζει πολλά χρήματα
    ⮡  He paid dearly for his recklessness.
    Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.