datumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | datumo | datumoj |
αιτιατική | datumon | datumojn |
datumo (eo)
- το δεδομένο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | datumo | datumoj |
αιτιατική | datumon | datumojn |
datumo (eo)