dativo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- dativo < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dativo | dativoj |
αιτιατική | dativon | dativojn |
dativo (eo)
- (γραμματική) η δοτική
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dativo | dativoj |
αιτιατική | dativon | dativojn |
dativo (eo)