danois
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdanois (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | danois | danois |
θηλυκό | danoise | danoises |
danois (fr)
Επίρρημα
επεξεργασίαdanois (fr)
Δείτε επίσης : Danois |
danois (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | danois | danois |
θηλυκό | danoise | danoises |
danois (fr)
danois (fr)