damier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
damier | damiers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
damier (fr) αρσενικό
- σκακιέρα για το παιχνίδι ντάμα, αποτελούμενο από εκατό άσπρα και μαύρα τετραγωνάκια
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε επιφάνεια έχει χωριστεί σε τετραγωνάκια
- (κατ’ επέκταση) ίσα παραλληλόγραμμα που εναλλάσσονται