Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
damier damiers

  Ουσιαστικό επεξεργασία

damier (fr) αρσενικό

  1. σκακιέρα για το παιχνίδι ντάμα, αποτελούμενο από εκατό άσπρα και μαύρα τετραγωνάκια
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε επιφάνεια έχει χωριστεί σε τετραγωνάκια
  3. (κατ’ επέκταση) ίσα παραλληλόγραμμα που εναλλάσσονται