daŭra
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | daŭra | daŭraj |
αιτιατική | daŭran | daŭrajn |
daŭra (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | daŭra | daŭraj |
αιτιατική | daŭran | daŭrajn |
daŭra (eo)