dümdüz
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dümdüz < (με αναδιπλασιασμό) dü-m- + düz
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdümdüz (tr)
- (επιτατικό επίθετο) ολόισιος, εντελώς ίσιος, τελείως ευθύς, (χωρίς καμπύλες)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς σκέτος (που δεν τον συνοδεύει οτιδήποτε, χωρίς συμπαρομαρτούντα)