dû
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dû | dûs |
θηλυκό | due | dues |
dû (fr)
- που οφείλεται σε κάποιον
- που οφείλεται σε κάτι που το έχει προκαλέσει
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
dû (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dû | dûs |
θηλυκό | due | dues |
dû (fr)
dû (fr) αρσενικό