Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dûs
θηλυκό due dues

(fr)

  1. που οφείλεται σε κάποιον
  2. που οφείλεται σε κάτι που το έχει προκαλέσει

  Ουσιαστικό επεξεργασία

(fr) αρσενικό

  1. η οφειλή, το χρέος