dévalorisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dévalorisation | dévalorisations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dévalorisation (fr) θηλυκό
- η υποτίμηση
- (μεταφορικά) ο εξευτελισμός, η γελοιοποίηση
ενικός | πληθυντικός |
dévalorisation | dévalorisations |
dévalorisation (fr) θηλυκό