ενικός         πληθυντικός  
dévalorisation dévalorisations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dévalorisation (fr) θηλυκό

  1. η υποτίμηση
  2. (μεταφορικά) ο εξευτελισμός, η γελοιοποίηση

Συγγενικά

επεξεργασία