désemparé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- désemparé < → δείτε τη λέξη désemparer
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.zɑ̃.pa.ʁe/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désemparé | désemparés |
θηλυκό | désemparée | désemparées |
désemparé (fr)
- (για πλοίο) ακυβέρνητος
- που τα έχει χαμένα, μπερδεμένος, πελαγωμένος