dépilatoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dépilatoire < dépilation
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépilatoire | dépilatoires |
dépilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αποτριχωτικός, που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépilatoire | dépilatoires |
dépilatoire (fr) αρσενικό
- κρέμα, λοσιόν ή άλλο προϊόν που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών