Ετυμολογία

επεξεργασία
dépilatoire < dépilation

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dépilatoire dépilatoires

dépilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αποτριχωτικός, που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dépilatoire dépilatoires

dépilatoire (fr) αρσενικό

  1. κρέμα, λοσιόν ή άλλο προϊόν που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών

Συγγενικά

επεξεργασία