dépanneur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dépanneur < dépanner
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dépanneur | dépanneurs |
θηλυκό | dépanneuse | dépanneuses |
dépanneur (fr)
- ο τεχνίτης, ο τεχνικός (η λέξη χρησιμοποιείται για τον ηλεκτρολόγο, τον υδραυλικό, κλπ.)
- (Καναδάς) αρσενικό κατάστημα τροφίμων που παραμένει ανοιχτό πέρα από τις κανονικές ώρες των άλλων καταστημάτων