Ετυμολογία

επεξεργασία
dépannage < dépanner

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.pa.naʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dépannage dépannages

dépannage (fr) αρσενικό

  1. η διόρθωση μιας βλάβης
  2. το γλίτωμα κάποιου από μπλεξίματα, συνήθως οικονομικά

Συγγενικά

επεξεργασία