dépannage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dépannage < dépanner
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépannage | dépannages |
dépannage (fr) αρσενικό
- η διόρθωση μιας βλάβης
- το γλίτωμα κάποιου από μπλεξίματα, συνήθως οικονομικά