démissionnaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
démissionnaire | démissionnaires |
démissionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει παραιτηθεί, παραιτημένος
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
démissionnaire | démissionnaires |
démissionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μεταφορικά) παραιτημένος, που δεν θέλει να παλέψει για να πετύχει κάτι