Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
délibératoire
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
délibératoire
délibératoires
Επίθετο
επεξεργασία
délibératoire
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
σχετικός με μια ώριμη
σκέψη
ενόψει της
λήψης
μιας
απόφασης
Συγγενικά
επεξεργασία
délibérer
délibératif
-
délibérative
délibération
délibérativement