délibératif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | délibératif | délibératifs |
θηλυκό | délibérative | délibératives |
Επίθετο
επεξεργασίαdélibératif (fr)
- (για συζήτηση) που γίνεται με σκοπό μιας ώριμης απόφασης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | délibératif | délibératifs |
θηλυκό | délibérative | délibératives |
délibératif (fr)