Δείτε επίσης: deliberation

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
délibération délibérations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

délibération (fr) θηλυκό

  1. προσεκτική εξέταση, ώριμη σκέψη
  2. προσεκτική συζήτηση και εξέταση πριν παρθεί ένα μέτρο

Συγγενικά επεξεργασία