Ετυμολογία

επεξεργασία
dégrossir < dé- + grossir

dégrossir (fr)

  1. απαλλάσσω ένα υλικό από πρόσθετα στοιχεία ώστε να γίνει δυνατή η κατεργασία του
  2. (μεταφορικά) σχεδιάζω τις γενικές γραμμές ενός σχεδίου
  3. εξευγενίζω
  4. ξεδιαλύνω

Συγγενικά

επεξεργασία