défi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- défi < défier
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdéfi (fr) αρσενικό
- η πράξη του προκαλώ σε μονομαχία ή σε συναγωνισμό, καθώς και η αγγελία αυτής της πράξης, η πρόκληση
- relever un défi, accepter un défi : αποδέχομαι μια πρόκληση, απαντώ στην πρόκληση
- δημόσια δήλωση, διακήρυξη ότι κάποιος δεν είναι ικανός για κάτι
- mettre quelqu'un au défi (relever le défi), de prouver quelque chose : προκαλώ κάποιον (δέχομαι την πρόκληση) να αποδείξει ότι είναι ικανός να κάνει κάτι
- άρνηση να υποταχτεί κάποιος
- lancer un regard de défi, considérer un acte comme un défi : κοιτάζω προκλητικά, θεωρώ κάτι ως πρόκληση
- défi au bon sens : πρόκληση στη λογική
- στόχος, εμπόδιο που καλείται να ξεπεράσει κάποιος ώστε να προοδεύσει
- pour progresser, il faut se lancer des défis : για να προοδεύσει κανείς, πρέπει να επιβάλει στον εαυτό του προκλητικούς στόχους
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- 1 → δείτε τη λέξη provocation
- 2 → δείτε τη λέξη chiche
- 3 → δείτε τη λέξη provocation, bravade
- 4 → δείτε τη λέξη challenge