Ετυμολογία

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

défi (fr) αρσενικό

  1. η πράξη του προκαλώ σε μονομαχία ή σε συναγωνισμό, καθώς και η αγγελία αυτής της πράξης, η πρόκληση
    relever un défi, accepter un défi : αποδέχομαι μια πρόκληση, απαντώ στην πρόκληση
  2. δημόσια δήλωση, διακήρυξη ότι κάποιος δεν είναι ικανός για κάτι
    mettre quelqu'un au défi (relever le défi), de prouver quelque chose : προκαλώ κάποιον (δέχομαι την πρόκληση) να αποδείξει ότι είναι ικανός να κάνει κάτι
  3. άρνηση να υποταχτεί κάποιος
    lancer un regard de défi, considérer un acte comme un défi : κοιτάζω προκλητικά, θεωρώ κάτι ως πρόκληση
    défi au bon sens : πρόκληση στη λογική
  4. στόχος, εμπόδιο που καλείται να ξεπεράσει κάποιος ώστε να προοδεύσει
    pour progresser, il faut se lancer des défis : για να προοδεύσει κανείς, πρέπει να επιβάλει στον εαυτό του προκλητικούς στόχους

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία