ενικός         πληθυντικός  
découpure découpures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

découpure (fr) θηλυκό

  1. απόκομμα, κοψίδι
  2. άνοιγμα, σκίσιμο

Συγγενικά

επεξεργασία