Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.se.le.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décélération décélérations

décélération (fr) θηλυκό

  1. η επιβράδυνση
  2. (μεταφορικά) η επιβράδυνση ενός ρυθμού ανάπτυξης ή αύξησης