Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
débourser
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
de.buʁ.se
/
Ρήμα
επεξεργασία
débourser
(fr)
βγάζω από το
πορτοφόλι
ή
λογαριασμό
(
κατ' επέκταση
)
δαπανώ
,
καταβάλλω
,
ξοδεύω
≈
συνώνυμα
:
décaisser
,
dépenser
,
payer
,
verser
, (
οικεία
)
casquer
,
cracher
,
lâcher
Συγγενικά
επεξεργασία
déboursement