Ετυμολογία

επεξεργασία
débirentier < débit + rentier

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
débirentier débirentiers

débirentier (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία