Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

crédirentier < crédit + rentier

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
crédirentier crédirentiers

crédirentier (fr) αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία