ενικός         πληθυντικός  
débarras débarrass

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

débarras (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) το ξεφόρτωμα, η απαλλαγή
  2. η αποθήκη (για άχρηστα συνήθως αντικείμενα ή που πιάνουν χώρο)