cut out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cut out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts out |
αόριστος | cut out |
παθητική μετοχή | cut out |
ενεργητική μετοχή | cutting out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcut out (en)
ενεστώτας | cut out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts out |
αόριστος | cut out |
παθητική μετοχή | cut out |
ενεργητική μετοχή | cutting out |
cut out (en)