ενεστώτας cut out
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts out
αόριστος cut out
παθητική μετοχή cut out
ενεργητική μετοχή cutting out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cut out < → δείτε τις λέξεις cut και out

cut out (en)

  • παραλείπω, κόβω κάτι από ένα γράψιμο κτλ.
    ⮡  They cut out all the details.
    Παρέλειψαν όλες τις λεπτομέρειες.
    ⮡  I cut out all the vulgar expressions.
    Έκοψα όλες τις χυδαίες εκφράσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη omit