Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
custody
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
custody
<
λατινική
custodia
<
custos
(
φύλακας
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
custody
(en)
η
επιμέλεια
ενός παιδιού (σε περίπτωση διαζευγμένων γονέων)
the mother was given custody of the child - η μητέρα πήρε την
επιμέλεια
του παιδιού
έλεγχος
,
επίβλεψη
,
κηδεμονία
η
κράτηση
ενός υπόπτου από την αστυνομία
the suspect was taken
into custody
- ο ύποπτος τέθηκε
υπό κράτηση