ενικός         πληθυντικός  
curve curves

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

curve (en)

  1. η καμπύλη, η στροφή, μια γραμμή ή επιφάνεια που κάμπτεται σταδιακά
    ⮡  The parabola and the hyperbola are curves.
    ⮡  supply and demand curve - καμπύλη προσφοράς και ζήτησης
    ⮡  a frequency curve - καμπύλη συχνότητας
    Η παραβολή και η υπερβολή είναι καμπύλες.
    ⮡  a curve in the road - στροφή στο δρόμο
    ⮡  I am taking a curve at high speed.
    Παίρνω μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bend
  2. (μόνο στον πληθυντικό) οι καμπύλες
    ⮡  a woman with attractive curves - γυναίκα με ελκυστικές καμπύλες