cunnilingus
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cunnilingus < (άμεσο δάνειο) λατινική cunnilingus
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cunnilingus (en) αρσενικό άκλιτο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cunnilingus < λατινική cunnilingus
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ky.ni.lɛ̃.ɡys/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cunnilingus | cunnilingus |
cunnilingus (fr) αρσενικό άκλιτο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cunnilingus (la)