Ετυμολογία

επεξεργασία
cul-de-lampe < cul + de + lampe

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
cul-de-lampe culs-de-lampe

cul-de-lampe (fr) αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο που θυμίζει το κάτω μέρος των πολυέλαιων μιας εκκλησίας
  2. στα βιβλία, τριγωνικό σχέδιο στο τέλος ενός κεφάλαιου που θυμίζει τους πολυέλαιους μιας εκκλησίας