παραθετικά
θετικός credible
συγκριτικός more credible
υπερθετικός most credible

credible (en)

  • αξιόπιστος, που μπορεί κανείς να πιστέψει ή να εμπιστευτεί
      credible information - αξιόπιστες πληροφορίες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη dependable