crank out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | crank out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cranks out |
αόριστος | cranked out |
παθητική μετοχή | cranked out |
ενεργητική μετοχή | cranking out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcrank out (en)
ενεστώτας | crank out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cranks out |
αόριστος | cranked out |
παθητική μετοχή | cranked out |
ενεργητική μετοχή | cranking out |
crank out (en)