ενεστώτας crank out
γ΄ ενικό ενεστώτα cranks out
αόριστος cranked out
παθητική μετοχή cranked out
ενεργητική μετοχή cranking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις crank και out

crank out (en)

  • παράγω μεγάλες ποσότητες από κάτι, κάνω/τελειώνω πολύ μεγάλη δουλειά
    he managed to crank out his whole work in less than a month
    τελείωσε όλη τη δουλειά του σε λιγότερο από έναν μήνα