cost of living
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cost of living | costs of living |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcost of living (en)
- το κόστος ζωής, το κόστος των υλικών μέσων που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
- ⮡ The cost of living is rising.
- Το κόστος ζωής ακριβαίνει.
- ⮡ The cost of living is rising.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- cost of living στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- cost of living - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωή