Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cost of living costs of living

  Ετυμολογία επεξεργασία

cost of living < → δείτε τις λέξεις cost, of και living

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

cost of living (en)

  • το κόστος ζωής, το κόστος των υλικών μέσων που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
    The cost of living is rising.
    Το κόστος ζωής ακριβαίνει.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία