Ετυμολογία

επεξεργασία
corrigo < con- + rego

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkor.ri.ɡoː/
τυπογραφικός συλλαβισμός: cor‐ri‐go

corrigo (la)

  1. διορθώνω
  2. ισιάζω
  3. διευθετώ, τροποποιώ, αποκαθιστώ
  4. θεραπεύω