ενεστώτας cooperate
γ΄ ενικό ενεστώτα cooperates
αόριστος cooperated
παθητική μετοχή cooperated
ενεργητική μετοχή cooperating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cooperate < co- + operate

  Προφορά

επεξεργασία
 

cooperate (en)

  1. συνεργάζομαι με κάποιον άλλον για να πετύχω κάτι
    ⮡  If European countries don’t cooperate
    Αν δεν συνεργαστούν οι Ευρωπαϊκές χώρες…
    ⮡  The two parties will cooperate in the elections.
    Τα δύο κόμματα θα συνεργαστούν στις εκλογές.
    ⮡  The school and the student’s family must cooperate.
    Το σχολείο και η οικογένεια του μαθητή πρέπει να συνεργάζονται.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
  2. συνεργάζομαι, βοηθάω, είμαι χρήσιμος γιατί κάνω αυτό που μου ζητάει κάποιος
    ⮡  He refused to cooperate.
    Αρνήθηκε να συνεργασθεί/να βοηθήσει.

Συγγενικά

επεξεργασία