cooperate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cooperate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cooperates |
αόριστος | cooperated |
παθητική μετοχή | cooperated |
ενεργητική μετοχή | cooperating |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcooperate (en)
- συνεργάζομαι με κάποιον άλλον για να πετύχω κάτι
- ⮡ If European countries don’t cooperate…
- Αν δεν συνεργαστούν οι Ευρωπαϊκές χώρες…
- ⮡ The two parties will cooperate in the elections.
- Τα δύο κόμματα θα συνεργαστούν στις εκλογές.
- ⮡ The school and the student’s family must cooperate.
- Το σχολείο και η οικογένεια του μαθητή πρέπει να συνεργάζονται.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ⮡ If European countries don’t cooperate…
- συνεργάζομαι, βοηθάω, είμαι χρήσιμος γιατί κάνω αυτό που μου ζητάει κάποιος
- ⮡ He refused to cooperate.
- Αρνήθηκε να συνεργασθεί/να βοηθήσει.
- ⮡ He refused to cooperate.