ενικός         πληθυντικός  
convertisseur convertisseurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

convertisseur (fr) αρσενικό

  1. μετατροπέας
  2. μηχανή που μετατρέπει τον χάλυβα σε ατσάλι

Συγγενικά

επεξεργασία