Ετυμολογία

επεξεργασία
configure < μέση αγγλική configure (αρχικά με κοινή σημασία της λατινικής) < λατινική configurare ‘σχηματοποιώ-διαμοφώνω βάση μοτίβου’ < con- ‘μαζί’ + figurare ‘σχηματοποιώ, δίνω μορφη’ (< figura ‘σχήμα ή μορφή’)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kənˈfɪɡə/

  Ρήμα μεταβατικό

επεξεργασία

configure (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία