configure
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- configure < μέση αγγλική configure (αρχικά με κοινή σημασία της λατινικής) < λατινική configurare ‘σχηματοποιώ-διαμοφώνω βάση μοτίβου’ < con- ‘μαζί’ + figurare ‘σχηματοποιώ, δίνω μορφη’ (< figura ‘σχήμα ή μορφή’)
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα μεταβατικό επεξεργασία
configure (en)