Ετυμολογία

επεξεργασία
concubinage < concubinage

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.bi.naʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
concubinage concubinages

concubinage (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία