ενεστώτας come before
γ΄ ενικό ενεστώτα comes before
αόριστος came before
παθητική μετοχή come before
ενεργητική μετοχή coming before

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come before < → δείτε τις λέξεις come και before

come before (en)

  • (επίσημο) περνάω, ρυθμίζω κάτι μέσα σε δικαστήριο ή επιτροπή
    ⮡  I come before a judge.
    Περνώ από δίκη.
    ⮡  I come before a medical board.
    Περνώ από υγειονομική επιτροπή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη come up